- συμπαιγνία
- η, ΝΑτέχνασμα που καταστρώνεται κρυφά από δύο ή περισσότερα άτομα με σκοπό την εξαπάτηση ή την παραπλάνηση ενός τρίτου, σκευωρίανεοελλ.φρ. «εκ συμπαιγνίας» — με δόλο, απατηλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παιγνία «το παιχνίδι, η παιδιά» (< παίγνιον)].
Dictionary of Greek. 2013.