συμπαιγνία

συμπαιγνία
η, ΝΑ
τέχνασμα που καταστρώνεται κρυφά από δύο ή περισσότερα άτομα με σκοπό την εξαπάτηση ή την παραπλάνηση ενός τρίτου, σκευωρία
νεοελλ.
φρ. «εκ συμπαιγνίας» — με δόλο, απατηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παιγνία «το παιχνίδι, η παιδιά» (< παίγνιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμπαιγνία — συμπαιγνίᾱ , συμπαιγνία fem nom/voc/acc dual συμπαιγνίᾱ , συμπαιγνία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαιγνία — η τέχνασμα μετά συνεννόηση δύο ή περισσότερων ατόμων για εξαπάτηση κάποιου: Αποκαλύφτηκε η συμπαιγνία τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπαιγμός — ὁ, Α [συμπαίζω] συμπαιγνία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”